- αγύμναστος
- -η, -ο (Α ἀγύμναστος, -ον)1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος2. αδέξιος, άπειρος, αμαθήςνεοελλ.(Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του εκπαίδευσηαρχ.αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο ανενόχλητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζω.ΠΑΡ. ἀγυμνασία].
Dictionary of Greek. 2013.